ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΑΡΑΠΗ
Κατάλοιπο της Διονυσιακής Λατρείας και των καλενταριών. Των εκδηλώσεων δηλαδή που κατά την αρχαιότητα ,τελούνταν στην αρχή μιας περιόδου. Ένα έθιμο με έδρα του την Νικήσιανη, τη χτισμένη στις υπώρειες του ιερού Παγγαίου, στην κορυφή του οποίου υπήρχε κέντρο λατρείας του θεού Διονύσου και μαντείο .Το έθιμο του Αράπη λοιπόν, είναι πρότυπο και ένα από τα πιο σημαντικά ¨Δωδεκαμετρικά¨ έθιμα στον Βαλκανικό χώρο και δίνει την ύπαρξη και υπόστασή του με αμέτρητες μαρτυρίες, από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας. Η αναβίωση, διάσωση και διάδοση του εθίμου του ¨Αράπη¨ γίνεται από τον Πολιτιστικό Μορφωτικό Σύλλογο Νικήσιανης «Ο ΑΡΑΠΗΣ». Τα δρώμενα του εθίμου αυτού, τελούνταν την ημέρα της εορτής του Αγίου Ιωάννου, ενώ πριν την ίδρυση του Συλλόγου τελούνταν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς και η προετοιμασία των θιάσων ξεκινούσε από την ημέρα των Φώτων. Στις μέρες μας και εν έτη 2013-14 γίνεται μια προσπάθεια από το νέο Δ.Σ. του Συλλόγου ώστε το έθιμο και η κορύφωσή του να μετατεθεί ανήμερα των Φώτων 6 Ιανουαρίου λόγω καθορισμένης αργίας για την μεγαλύτερη προσέλευση και συμμετοχή όλου του κόσμου σε αυτό. «Θεσμοθετημένα» και κατά παράδοση το έθιμο αυτό τελείται στο τέλος του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων.
Το έθιμο του ¨Αράπη¨ ,συμβολίζει την μάχη μεταξύ ζωής και θανάτου, την γονιμότητα, την αναγέννηση και την έναρξης μιας νέας εποχής.
Ο ¨Αράπης¨ έχει επιβλητική εμφάνιση προκαλώντας δέος και φόβο. Εικάζεται μάλιστα, ότι οι «Αράπ΄δις» χρησιμοποιήθηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο το 327π.Χ. εναντίον του βασιλιά Πώρου, στον Υδάσπη ποταμό Δυτικά των Ινδιών. Ο Μακεδόνας Στρατηλάτης, προβληματιζόταν για την έκβαση αυτής της μάχης, αφού δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κύρια δύναμη του εχθρού, που ήταν οι ελέφαντες. Τότε εμφανίστηκαν οι Σάιοι, κάτοικοι της Νικήσιανης και του ζήτησαν για να τον βοηθήσουν να λάβουν μέρος μαζί του στην μάχη, ντυμένοι ως Αράπηδες. Ο θόρυβος των κουδουνιών προκάλεσε τρόμο στους ελέφαντες και τους έτρεψε σε φυγή και τοιουτοτρόπως η μάχη αυτή κερδήθηκε.
Αργότερα, οι κάτοικοι του τόπου αυτού σε συνδυασμό με τα διονυσιακά-ορφικά μυστήρια, έκαναν αναπαράσταση του γεγονότος αυτού. Κι έτσι διαμόρφωσαν ένα έθιμο που παραμένει αναλλοίωτο από το χρόνο, την εξέλιξη και αντίδραση του Χριστιανισμού, αλλά και Οθωμανών στα χρόνια της τουρκοκρατίας και των Βουλγάρων στην εποχή της κατοχής . Οι επονομαζόμενοι λοιπόν «Αράπ’δις» (=Αράπηδες) είναι μια ονομασία που δόθηκε προφανώς μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους, αφού αράπης σημαίνει στην τουρκική γλώσσα Άραβας, και στη συνέχεια αυτός που έχει μαύρη επιδερμίδα. Και ασφαλώς ονομάστηκαν έτσι τα Μέλη του αυτοσχέδιου θιάσου, επειδή η στολή τους είναι μαύρου χρώματος.
Η Ενδυμασία :
Αρχικά κατασκευαζόταν από το δέρμα μαύρων κατσικιών, στη συνέχεια όμως αντικαταστάθηκε από μαύρο χονδρό ένδυμα, την «κάπα». Νέοι του χωριού συγκεντρώνονται σε σπίτια και με τη βοήθεια έμπειρων, παλιών ¨Αράπηδων¨ ντύνονται τη «σκευή» τους. Στο κεφάλι φορούν μάσκα κατασκευασμένη σε σχήμα κώνου από δέρμα κατσίκας, η επονομαζόμενη «Μπαρμπότα». Στο ύψος των ματιών και της μύτης φέρει τρύπες για να μπορεί να βλέπει και να αναπνέει, αυτός που υποδύεται τον ¨Αράπη¨. Κατάλοιπο των ηθών της καθαυτό περιοχής ήταν η «κλάκα». Στολισμένο μαντήλι, που φορούσαν στην «μπαρμπότα» οι αρραβωνιασμένοι του χωριού, χειροποίητο χάρισμα από την αρραβωνιαστικιά τους που λειτουργούσε ως διακριτικό γνώρισμα του υποδυόμενου και ένδειξη αγάπης αλλά προκοπής της ίδιας, ως νύφη. Κατά κόρον η «μπαρμότα» στηρίζεται και δένεται με μάλλινο λευκό ζωνάρι. Εσωτερικά οι ¨Αράπ΄δις¨, φορούν πλεχτή μάλλινη φανέλα με μακριά μανίκια. Στο κάτω μέρος του σώματος φορούν μαύρη περισκελίδα παραδοσιακή. Τα πόδια τα καλύπτουν με μάλλινο ύφασμα, που το λένε «καλτσούνι». Φορούν τσαρούχια κατασκευασμένα από δέρμα γουρουνιών, που ονομάζονται «τσερβούλια», τα οποία στερεώνουν στα πόδια με δερμάτινες λωρίδες σε σχήμα Χ και τις αποκαλούν «λαπάρες». Το πίσω μέρος της κάπας, και συγκεκριμένα το σημείο της Ράχης, το γεμίζουν με καλαμποκόφυλλα τόσο που σχηματίζεται καμπούρα. Στη μέση προσδένουν με χοντρά σχοινιά μεγάλα κουδούνια, τα «τσάνια» και το «μπατάλι». Τα τσάνια είναι τρία μέγαλα,4, 4.5 και 5 κιλών και τοποθετούνται από την ρίζα των ποδιών τα δύο πίσω και το ένα μπροστά στην ρίζα του αριστερού ποδιού. Το «μπατάλι» τοποθετείται στην ρίζα το δεξιού ποδιού μπροστά, έτσι ώστε στην κάθε κίνηση του Αράπη να δημιουργείται ισχυρός και συνδυασμένος θόρυβος. Στο χέρι κρατούν ξύλινο ομοίωμα σπάθας, κατάλοιπο της εποχής της Τουρκοκρατίας οπού συμβόλιζε το προνόμιο που τους είχε δώσει το τουρκικό κράτος να κρατούν μεγάλη μαχαίρα.
Το δρώμενο
Οι Αράπηδες αφού ντυθούν κι ετοιμαστούν όλοι χωρίζονται σε δύο ομάδες έχοντας δύο αρχηγούς να τους οδηγούν. Έτσι ξεκινάν την πορεία στους δρόμους του χωριού με βήμα αργό επιβλητικό και άγριο προκαλώντας έτσι τον δυνατότερο σε ένταση ήχο των τσανιών. Στις πλατείες του χωριού σταματούν και συναντιούνται οι δύο ομάδες των Αράπηδων. Στον χώρο όπου ορίζεται να τελεστεί η κορύφωση του δρώμενου, ο κόσμος του χωριού αναμένει τους Αράπηδες με χαρά κι αγωνία. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις των Αράπηδων, είναι υποχρεωμένοι δυο εξ΄ αυτών να παλέψουν, αφού πρώτα έχουν ρίξει τις μαχαίρες τους κάτω στο χώμα με τρόπο τέτοιο ώστε να σχηματίζουν έναν σταυρό. Η πάλη είναι δύσκολη και τελειώνει, όταν ο ένας από τους δύο μαχόμενους πέσει κάτω υποδυόμενος τον νεκρό. Τότε όλοι οι Αράπηδες μαζεύονται γύρω από τον νεκρό σε ιερή μυσταγωγία η οποία τελειώνει με την ανάσταση του πεσόντος. Χαρούμενοι όλοι βγάζουν τις μπαρμπότες, αποκαλύπτοντας τα πρόσωπά τους και στήνουν έναν κυκλικό ξέφρενο χορό.
Σύμφωνα με την παράδοση η πάλη αυτή καθώς και η πτώση του Αράπη συμβολίζει τον θάνατο του Διονύσου από τους Τιτάνες και την χειμερία νάρκη της φύσης, ενώ η έγερσή του την ανάσταση του Διονύσου από τον Δία και το ξαναζωντάνεμα της φύσης με τον ερχομό της άνοιξης.
Το έθιμο αυτό είναι το πιο βαθιά ριζωμένο σε όλους τους καταγόμενους εκ Νικήσιανης όπου κι αν κατοικούν. Είναι το μόνο που επέζησε στον χρόνο όπως προαναφέρθηκε και συνεχίζει να τελείται μέχρι σήμερα με ιδιαίτερη πίστη και ευλάβεια με σκοπό έναν, να παραδίδεται στις νέες γενιές αναλλοίωτο. Σε περιόδους κακώς εννοούμενης εθνικοφροσύνης προστέθηκε ο Τσολιάς σαν υπεραρχηγός της ομάδας των Αράπηδων και ήταν αυτός που έδινε το κέλευσμα για την έναρξη της πάλης. Όμως δεν μπόρεσε αυτό το κακότεχνο πάντρεμα να στεριώσει.